ισόφθογγος

ισόφθογγος
ἰσόφθογγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσους φθόγγους, δηλαδή αυτός που ηχεί με ήχους ή φωνές όμοιου ύψους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. ηδύ-φθογγος, υγρό-φθογ- γος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοφθόγγῳ — ἰσόφθογγος sounding equally masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοφθογγώ — ἰσοφθογγῶ, έω (Α) [ἰσόφθογγος] ακούγομαι το ίδιο με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • τανύφθογγος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου η φωνή ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + φθόγγος (πρβλ. ἰσόφθογγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”